lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρπάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
αρπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
узяць, трымаць, выдзерці, выдраць, злавіць, лавіць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αρπάζω, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω συνώνυμα, αρπάζω πούντα, αρπάζω παραγωγα, αρπάζω ομορριζα, αρπάζω στα λευκορωσίας, узяць στα ελληνικά
αρπάζω στα λευκορωσίας