lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρπάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αρπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (20):
aferrar, agarrar, apanhar, aparar, aprisionar, arrancar, arrebatar, atrasar, capturar, coser, desarreigar, embargar, extirpar, manter, pegar, pescar, prender, rebentar, segurar, tomar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αρπάζω, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω συνώνυμα, αρπάζω πούντα, αρπάζω παραγωγα, αρπάζω ομορριζα, αρπάζω στα πορτογαλικά, aferrar στα ελληνικά
αρπάζω στα πορτογαλικά