lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρπάζω στα πολωνική

Λέξη:
αρπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
chwycić, chwytać, wyrwać, złapać, łapać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αρπάζω, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω συνώνυμα, αρπάζω πούντα, αρπάζω παραγωγα, αρπάζω ομορριζα, αρπάζω στα πολωνική, chwycić στα ελληνικά
αρπάζω στα πολωνική