lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρπάζω στα ρωσικά

Λέξη:
αρπάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (14):
выдернуть, вырвать, выхватить, захватывать, конфисковать, ловить, подловить, поймать, словить, схватить, схватывать, улавливать, ухватывать, хватать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αρπάζω, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω συνώνυμα, αρπάζω πούντα, αρπάζω παραγωγα, αρπάζω ομορριζα, αρπάζω στα ρωσικά, выдернуть στα ελληνικά
αρπάζω στα ρωσικά