lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπεραστικός στα γερμανικά

Λέξη:
διαπεραστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (20):
akut, beißend, durchdringend, durchdringenden, eindringlich, ernst, grell, hart, heiß, herb, kreischend, rau, reißend, scharf, scharfsichtig, schneidend, schrill, spitz, stechend, streng
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διαπεραστικός, διαπεραστικός στα γερμανικά, akut στα ελληνικά
διαπεραστικός στα γερμανικά