lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπεραστικός στα σουηδικά

Λέξη:
διαπεραστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (19):
akut, amper, barsk, besk, bister, bitande, frän, piffig, pikant, rigorös, skarp, skarpsynt, skärva, spetsig, spliss, stark, stel, tvär, vass
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά διαπεραστικός, διαπεραστικός στα σουηδικά, akut στα ελληνικά
διαπεραστικός στα σουηδικά