lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπεραστικός στα λευκορωσίας

Λέξη:
διαπεραστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
востры, рэзкі, пранізлівы, праніклівы, прарэзлівы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας διαπεραστικός, διαπεραστικός στα λευκορωσίας, востры στα ελληνικά
διαπεραστικός στα λευκορωσίας