lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπεραστικός στα ρωσικά

Λέξη:
διαπεραστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (17):
горячий, грубый, испытующий, крутой, лезвие, остер, остроконечный, острый, остёр, прозорлив, прозорливый, пронзителен, пронзительный, проницателен, проницательный, резкий, строгий
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά διαπεραστικός, διαπεραστικός στα ρωσικά, горячий στα ελληνικά
διαπεραστικός στα ρωσικά