lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπεραστικός στα ρουμανική

Λέξη:
διαπεραστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ρουμανική
Μεταφράσεις (6):
acut, aspru, fierbinte, pătrunzător, violent, înţelept
Σχετικές λέξεις:
ρουμανική διαπεραστικός, διαπεραστικός στα ρουμανική, acut στα ελληνικά
διαπεραστικός στα ρουμανική