lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαπεραστικός στα ιταλικά

Λέξη:
διαπεραστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (27):
acerbo, acre, acuminato, acuto, affilato, aguzzo, appuntito, aspro, austero, brusco, duro, fine, intensivo, intenso, lucido, pepato, perspicace, piccante, pungente, rigido, rigoroso, ruvido, sagace, severo, stridente, stridulo, tagliente
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διαπεραστικός, διαπεραστικός στα ιταλικά, acerbo στα ελληνικά
διαπεραστικός στα ιταλικά