lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικαίωμα στα γερμανικά

Λέξη:
δικαίωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
anrecht, begründung, billigkeit, gerechtigkeit, gesetz, grund, jura, jus, portion, ration, recht, rechtmäßigkeit, richtigkeit, ursache, vorkauf
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δικαίωμα, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση, δικαίωμα υπαναχώρησης, δικαίωμα στην πόλη καμίνης, δικαίωμα στα γερμανικά, anrecht στα ελληνικά
δικαίωμα στα γερμανικά