lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικαίωμα στα τσεχική

Λέξη:
δικαίωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (30):
dávka, důvod, legitimita, legitimnost, nárok, oprávnění, pohnutka, pravda, pravice, pravomoc, pravý, právo, přesnost, přesný, příděl, přímo, přímost, přímý, příčina, rovnost, rovný, rozum, rozumný, slušnost, spravedlnost, správnost, správný, zdravý, zákon, zákonnost
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δικαίωμα, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση, δικαίωμα υπαναχώρησης, δικαίωμα στην πόλη καμίνης, δικαίωμα στα τσεχική, dávka στα ελληνικά
δικαίωμα στα τσεχική