lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικαίωμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
δικαίωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
afinado, bus, causa, certo, correcto, dieta, direito, etapa, jurisprudência, jus, justo, lei, motivo, razão, recto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δικαίωμα, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση, δικαίωμα υπαναχώρησης, δικαίωμα στην πόλη καμίνης, δικαίωμα στα πορτογαλικά, afinado στα ελληνικά
δικαίωμα στα πορτογαλικά