lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικαίωμα στα νορβηγικά

Λέξη:
δικαίωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (18):
berettigelse, eiendomsrett, forrett, grunn, jus, kjørekort, lag, laglig, lov, ranson, rasjon, rett, rettferdighet, rettighet, riktig, rimelighet, statutter, årsak
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δικαίωμα, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση, δικαίωμα υπαναχώρησης, δικαίωμα στην πόλη καμίνης, δικαίωμα στα νορβηγικά, berettigelse στα ελληνικά
δικαίωμα στα νορβηγικά