lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικαίωμα στα δανική

Λέξη:
δικαίωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (17):
berettigelse, bevæggrund, fornuft, forrette, grund, jus, korrekt, lag, lige, lov, myndighed, ret, rette, rettighed, rigtig, statutter, årsag
Σχετικές λέξεις:
δανική δικαίωμα, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση, δικαίωμα υπαναχώρησης, δικαίωμα στην πόλη καμίνης, δικαίωμα στα δανική, berettigelse στα ελληνικά
δικαίωμα στα δανική