lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικαίωμα στα βουλγαρικά

Λέξη:
δικαίωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (5):
верен, закон, повод, правилен, причина
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά δικαίωμα, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση, δικαίωμα υπαναχώρησης, δικαίωμα στην πόλη καμίνης, δικαίωμα στα βουλγαρικά, верен στα ελληνικά
δικαίωμα στα βουλγαρικά