lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικαίωμα στα φινλανδικά

Λέξη:
δικαίωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (15):
aihe, annos, juridiikka, järjellisyys, järki, laki, lakitiede, lupa, oikea, oikeanpuolinen, oikeudenmukaisuus, oikeus, oikeutus, peruste, syy
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δικαίωμα, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση, δικαίωμα υπαναχώρησης, δικαίωμα στην πόλη καμίνης, δικαίωμα στα φινλανδικά, aihe στα ελληνικά
δικαίωμα στα φινλανδικά