lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοποιώ στα τσεχική

Λέξη:
ενοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
konsolidovat, připojit, sdružovat, semknout, sjednotit, sloučit, slučovat, smířit, spojit, spojovat, spolčit, unifikovat, upevnit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ενοποιώ, ενοποιώ στα τσεχική, konsolidovat στα ελληνικά
ενοποιώ στα τσεχική