lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοποιώ στα ιταλικά

Λέξη:
ενοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
congiungere, connettere, unificare, unificarsi, unire, riunire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ενοποιώ, ενοποιώ στα ιταλικά, congiungere στα ελληνικά
ενοποιώ στα ιταλικά