lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοποιώ στα φινλανδικά

Λέξη:
ενοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (4):
eheyttää, liittää, lujittaa, yhtenäistää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ενοποιώ, ενοποιώ στα φινλανδικά, eheyttää στα ελληνικά
ενοποιώ στα φινλανδικά