lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοποιώ στα πολωνική

Λέξη:
ενοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
jednoczyć, ujednolicać, unifikować, zjednoczyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ενοποιώ, ενοποιώ στα πολωνική, jednoczyć στα ελληνικά
ενοποιώ στα πολωνική