lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενοποιώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ενοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
consolidar, juntar, reunir, unificar, unir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ενοποιώ, ενοποιώ στα πορτογαλικά, consolidar στα ελληνικά
ενοποιώ στα πορτογαλικά