lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επινοώ στα γερμανικά

Λέξη:
επινοώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
anfertigen, erschaffen, erzeugen, fabrizieren, fälschen, herstellen, hervorbringen, konstruieren, kreieren, machen, nachmachen, produzieren, schaffen, tun, verfertigen, verfälschen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά επινοώ, επινοώ συνώνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνωνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ στα γερμανικά, anfertigen στα ελληνικά
επινοώ στα γερμανικά