lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επινοώ στα δανική

Λέξη:
επινοώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
fabrikere, fremstille, forfalske, frembringe, gøre, lage, lave, producere, producers, tilvirke
Σχετικές λέξεις:
δανική επινοώ, επινοώ συνώνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνωνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ στα δανική, fabrikere στα ελληνικά
επινοώ στα δανική