lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επινοώ στα τσεχική

Λέξη:
επινοώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (32):
dělat, fabrikovat, falšovat, hotovit, nalíčit, napodobit, nést, padělat, plodit, podvrhnout, předstírat, překroutit, překrucovat, připravit, rodit, sestavit, tvořit, udělat, vymyslet, vymýšlet, vynášet, vyrobit, vyrábět, vystavit, vytvořit, vytvářet, zfalšovat, zhotovit, zhotovovat, zplodit, zpracovávat, způsobit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επινοώ, επινοώ συνώνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνωνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ στα τσεχική, dělat στα ελληνικά
επινοώ στα τσεχική