lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επινοώ στα ιταλικά

Λέξη:
επινοώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
addurre, adulterare, confezionare, contraffare, creare, fabbricare, falsare, falsificare, fruttare, generare, produrre, stonare, truccare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά επινοώ, επινοώ συνώνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνωνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ στα ιταλικά, addurre στα ελληνικά
επινοώ στα ιταλικά