lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επινοώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
επινοώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
adulterar, confeccionar, construir, criar, elaborar, executar, fabricar, falsificar, fazer, formar, haver, instituir, manufacturar, mistificar, produzir, suplantar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επινοώ, επινοώ συνώνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνωνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ στα πορτογαλικά, adulterar στα ελληνικά
επινοώ στα πορτογαλικά