lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επινοώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
επινοώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
выконваць, праводзіць, падрабляць, падробліваць, фальсіфікаваць, адбыцца, падрыхтоўваць, рабіць, ствараць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας επινοώ, επινοώ συνώνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνωνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ στα λευκορωσίας, выконваць στα ελληνικά
επινοώ στα λευκορωσίας