lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα γερμανικά

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (22):
abbauen, abbrechen, abreißen, abtragen, abzehren, ausrotten, auszurotten, beschädigen, fressen, kaputtgehen, niederreißen, ruinieren, schleifen, strapazieren, verbrauchen, vernichten, vertilgen, verwüsten, verzehren, zerschmettern, zerstören, zertrümmern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα γερμανικά, abbauen στα ελληνικά
καταστρέφω στα γερμανικά