lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα λευκορωσίας

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
выводзіць, вынішчаць, губіць, знішчаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα λευκορωσίας, выводзіць στα ελληνικά
καταστρέφω στα λευκορωσίας