lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα ιταλικά

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
annichilire, annientare, consumare, danneggiare, desolare, devastare, diroccare, disfare, distruggere, estirpare, guastare, ledere, rovinare, sciupare, sconvolgere, struggere, viziare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα ιταλικά, annichilire στα ελληνικά
καταστρέφω στα ιταλικά