lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα πορτογαλικά

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
aniquilar, arruinar, avariar, britar, consumir, danificar, demolir, desbaratar, desgastar, desolar, destronar, destruir, deteriorar, devastar, esgotar, esmagar, estragar, estropear, exterminar, gastar, quebrantar, subverter
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα πορτογαλικά, aniquilar στα ελληνικά
καταστρέφω στα πορτογαλικά