lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα ουγγρική

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
elront, pusztít, pusztítani, rom, tönkremenni, összedönt, elpusztít, elpusztítani, tönkretenni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα ουγγρική, elront στα ελληνικά
καταστρέφω στα ουγγρική