lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα δανική

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
beskadige, demolere, forpurre, knuse, omstyrte, presse, rasere, ruin, ruinere, spolere, ødelægge
Σχετικές λέξεις:
δανική καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα δανική, beskadige στα ελληνικά
καταστρέφω στα δανική