lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα σουηδικά

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (19):
avnöta, döda, fördärv, fördärva, förfalla, förgöra, förinta, krossa, ofärd, rasera, riva, ruin, ruinera, slita, spoliera, stäcka, tillintetgöra, utplåna, ödelägga
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα σουηδικά, avnöta στα ελληνικά
καταστρέφω στα σουηδικά