lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχώ στα γερμανικά

Λέξη:
κυριαρχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
beherrschen, dominieren, führen, geherrscht, herrschen, kontrollieren, regieren, steuern, vorherrschen, wiegen, überwiegen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κυριαρχώ, κυριαρχώ συνώνυμο, κυριαρχώ συνώνυμα, κυριαρχώ στα αγγλικά, κυριαρχώ translate, κυριαρχώ in english, κυριαρχώ στα γερμανικά, beherrschen στα ελληνικά
κυριαρχώ στα γερμανικά