lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχώ στα ουκρανικά

Λέξη:
κυριαρχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
анулювати, анулюйте, важити, відкиньте, відхилити, відхиляти, зважити, зважувати, обмірковувати, обміркувати, особливість, панувати, переважати, переважити, переважок, переважте, переважувати, перевищити, перевищувати, превалювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κυριαρχώ, κυριαρχώ συνώνυμο, κυριαρχώ συνώνυμα, κυριαρχώ στα αγγλικά, κυριαρχώ translate, κυριαρχώ in english, κυριαρχώ στα ουκρανικά, анулювати στα ελληνικά
κυριαρχώ στα ουκρανικά