lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχώ στα ρωσικά

Λέξη:
κυριαρχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
властвовать, возвышать, господствовать, доминировать, перевешивать, править, превалировать, преобладать, управлять, царить, царствовать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κυριαρχώ, κυριαρχώ συνώνυμο, κυριαρχώ συνώνυμα, κυριαρχώ στα αγγλικά, κυριαρχώ translate, κυριαρχώ in english, κυριαρχώ στα ρωσικά, властвовать στα ελληνικά
κυριαρχώ στα ρωσικά