lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχώ στα δανική

Λέξη:
κυριαρχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
dominere, overhånd, beherske, herske, rå, regere, styre
Σχετικές λέξεις:
δανική κυριαρχώ, κυριαρχώ συνώνυμο, κυριαρχώ συνώνυμα, κυριαρχώ στα αγγλικά, κυριαρχώ translate, κυριαρχώ in english, κυριαρχώ στα δανική, dominere στα ελληνικά
κυριαρχώ στα δανική