lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχώ στα ιταλικά

Λέξη:
κυριαρχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
dominare, sovrastare, governare, padroneggiare, predominare, regnare, vigilare, prelevare, prevalere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κυριαρχώ, κυριαρχώ συνώνυμο, κυριαρχώ συνώνυμα, κυριαρχώ στα αγγλικά, κυριαρχώ translate, κυριαρχώ in english, κυριαρχώ στα ιταλικά, dominare στα ελληνικά
κυριαρχώ στα ιταλικά