lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
κυριαρχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
dominar, predominar, fiscalizar, governar, imperar, reger, reinar, preponderar, prevalece, prevalecer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κυριαρχώ, κυριαρχώ συνώνυμο, κυριαρχώ συνώνυμα, κυριαρχώ στα αγγλικά, κυριαρχώ translate, κυριαρχώ in english, κυριαρχώ στα πορτογαλικά, dominar στα ελληνικά
κυριαρχώ στα πορτογαλικά