lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχώ στα τσεχική

Λέξη:
κυριαρχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
dominovat, opanovat, ovládat, ovládnout, panovat, převládat, převládnout, spravovat, vládnout, vévodit, zvládnout, zvítězit, řídit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κυριαρχώ, κυριαρχώ συνώνυμο, κυριαρχώ συνώνυμα, κυριαρχώ στα αγγλικά, κυριαρχώ translate, κυριαρχώ in english, κυριαρχώ στα τσεχική, dominovat στα ελληνικά
κυριαρχώ στα τσεχική