lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μολύνω στα γερμανικά

Λέξη:
μολύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
anstecken, infizieren, verseuchen, verunreinigen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μολύνω, μολύνω συνώνυμο, μολύνω συνώνυμα, μολύνω στα αγγλικα, μολύνω παρατατικός, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω στα γερμανικά, anstecken στα ελληνικά
μολύνω στα γερμανικά