lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μολύνω στα ιταλικά

Λέξη:
μολύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
appestare, contagiare, infettare, inquinare, insudiciare, ammorbare, contagiarsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μολύνω, μολύνω συνώνυμο, μολύνω συνώνυμα, μολύνω στα αγγλικα, μολύνω παρατατικός, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω στα ιταλικά, appestare στα ελληνικά
μολύνω στα ιταλικά