lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μολύνω στα τσεχική

Λέξη:
μολύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
infikovat, kazit, kontaminovat, nakazit, otrávit, pokazit, porušit, zamořit, zhanobit, zkazit, zneuctít, znečistit, znečišťovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μολύνω, μολύνω συνώνυμο, μολύνω συνώνυμα, μολύνω στα αγγλικα, μολύνω παρατατικός, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω στα τσεχική, infikovat στα ελληνικά
μολύνω στα τσεχική