lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μολύνω στα νορβηγικά

Λέξη:
μολύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (6):
besmitta, forpeste, infisere, smitta, forurense, smitte
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά μολύνω, μολύνω συνώνυμο, μολύνω συνώνυμα, μολύνω στα αγγλικα, μολύνω παρατατικός, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω στα νορβηγικά, besmitta στα ελληνικά
μολύνω στα νορβηγικά