lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουρμουρίζω στα γερμανικά

Λέξη:
μουρμουρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
brummen, gemurmelt, glucksen, mucken, murmeln, murren, plätschern, rauschen, schnurren, spinnen, stammeln, stottern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μουρμουρίζω, μουρμουρίζω συνόνυμα, μουρμουρίζω στα αγγλικά, μουρμουρίζω αγγλικά, μουρμουρίζω στα γερμανικά, brummen στα ελληνικά
μουρμουρίζω στα γερμανικά