lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουρμουρίζω στα πολωνική

Λέξη:
μουρμουρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
bełkotać, mamrotać, mruczeć, szemrać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μουρμουρίζω, μουρμουρίζω συνόνυμα, μουρμουρίζω στα αγγλικά, μουρμουρίζω αγγλικά, μουρμουρίζω στα πολωνική, bełkotać στα ελληνικά
μουρμουρίζω στα πολωνική