lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουρμουρίζω στα ρωσικά

Λέξη:
μουρμουρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
бормотать, лепетать, мямлить, мурлыкать, журчать, роптать, шуметь
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μουρμουρίζω, μουρμουρίζω συνόνυμα, μουρμουρίζω στα αγγλικά, μουρμουρίζω αγγλικά, μουρμουρίζω στα ρωσικά, бормотать στα ελληνικά
μουρμουρίζω στα ρωσικά