lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πέφτω στα γερμανικά

Λέξη:
πέφτω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (21):
abfallen, abstürzen, auffallen, daniederliegen, einstürzen, fallen, fällen, hinfallen, niederschlagen, regnen, sinken, stürzen, umfallen, verfallen, weiden, zufallen, zugrunde, zugute, zurückgehen, zusammenfallen, zusammenstürzen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πέφτω, πέφτω ψηλά στίχοι, πέφτω ψηλά, πέφτω συνώνυμα, πέφτω στο κενό, πέφτω ονειροκρίτης, πέφτω στα γερμανικά, abfallen στα ελληνικά
πέφτω στα γερμανικά